- απογευματίζω
- αμετ. кончить обед, пообедать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απογευματίζω — ισα, και απογιοματίζω ισα, τελειώνω το φαγητό μου: Είχαμε απογιοματίσει όταν ήρθε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)